Η λατρεία του Διονύσου, γνωστός σήμερα ως θεός του κρασιού και της χαράς, και η τοπογραφική εξάπλωσή της είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εξάπλωση της πανάρχαιας καλλιέργειας των αμπελιών.
Άγρια αμπέλια από τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας "ταξίδεψαν" και καλλιεργήθηκαν στο όρος Νύσα στη Λιβύη κι από εκεί πέρασαν στην Παλαιστίνη και στην Κρήτη. Έφτασαν στις Ινδίες μέσω Περσίας και ακολουθώντας το δρόμο του κεχριμπαριού κατέληξαν και στη Βρετανία.
Αν πάει κανείς μια βόλτα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, θα δει πολλές απεικονίσεις που αναφέρονται στη λατρεία του Διονύσου. Σε όλες, εκτός από το αμπέλι, απεικονίζεται και ο κισσός. Η χρήση του κισσού για θεραπευτικούς και τελετουργικούς σκοπούς είναι αρχαιότερη του αμπελιού. Διαβάζοντας για το Διόνυσο, θ’ ανακαλύψει κανείς, πόσο κυρίαρχο ρόλο έπαιξε ο κισσός τόσο στη γέννηση όσο και τη λατρεία του θεού. Παρ’ όλο που ο κισσός φυτρώνει άγριος στα δάση των βουνών μας, δεν είναι μεσογειακής καταγωγής. Η οικογένειά του, αυτή των Αραλιωδών, έχει για πατρίδα της το νότιο ημισφαίριο της γης. Ο κισσός είναι ο μόνος αντιπρόσωπος αυτής της οικογένειας στην Ευρώπη όσο και το μοναδικό αναρριχητικό μέλος της.
Ο κισσός ζει άγριος στα σκοτεινά και υγρά δάση μας. Καλύπτει σαν πράσινος έλικας τους κορμούς των δένδρων, τείνοντας υπομονετικά και αργά προς το φως. Οι έλικες ήταν σύμβολο του αέναου κύκλου της ζωής και του θανάτου, της πορείας της ψυχής προς την ολοκλήρωση και της ρυθμικής αναγέννησης της φύσης.
Εκεί που ζει άγριος ο κισσός, στα ίδια δάση λάτρευαν κάποτε, σε "ιερή μανία" οι Βακχίδες ή Μαινάδες το θεό τους Διόνυσο. Στα χέρια τους κρατάγανε τον πυρσό, ένα ραβδί περιτυλιγμένο με κισσό που στην κορφή του είχε ένα κουκουνάρι. Έπιναν ένα ποτό φτιαγμένο απ’ τους (τοξικούς) καρπούς του κισσού, κουκουνάρια και νέκταρ. Όπως οι σαμάνοι όλου του κόσμου, στον ρυθμικό ήχο από τα τύμπανα και τα κρόταλα, βίωναν την "ιερή μέθη". Ιερή μέθη, μεθυσμένος, μεθ’-ίσταμαι, αλλάζω θέση, αλλάζω οπτική γωνία αντίληψης. Λύω το σώμα και το πνεύμα από την καθημερινή αντίληψη της πραγματικότητας, περνάω στο μαγικό κόσμο των θεών και των πνευμάτων.
Ο Διόνυσος είναι γιος του Δία και της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, βασιλιά της Θήβας. Ο Δίας την είδε και την ερωτεύτηκε, μπήκε νύχτα στο παλάτι και κοιμήθηκε μαζί της. Το άγρυπνο μάτι της Ήρας όμως τον είδε και όπως πάντα, αποφάσισε να πάρει εκδίκηση. Μήνυσε λοιπόν στη Σεμέλη, πως αν θέλει να ονομάζεται γυναίκα του Δία τότε θα πρέπει να του ζητήσει να του φανερωθεί σε όλο του το μεγαλείο. Η Σεμέλη ξεγελάστηκε και έπεσε στην παγίδα χωρίς ν’ αναλογιστεί πως μια συνάντηση με τον κεραυνό θ’ απέβαινε μοιραία. Υποχρεωμένος ο Δίας από την επίμονη παράκλησή της, της εμφανίστηκε σε όλο του το μεγαλείο και τη λάμψη. Κατακεραυνώθηκε η Σεμέλη και πήρε φωτιά το παλάτι.
Έξι μηνών έγκυος ήταν τότε, και για μην χαθεί ο μικρός θεός, άφησε η Γαία, η αρχαιότερη θεά, κισσό να φυτρώσει, να καλύψει και να προστατεύσει το παλάτι. Άνοιξε ο Ερμής το μηρό του Δία, έβαλε μέσα το μωρό, το ξαναέραψε και 3 μήνες μετά γεννήθηκε ο Πυριγενής, μηροραφής, διμήτωρ και δισσότοκος Διόνυσος. Κατόπιν εντολής της Ήρας, άρπαξαν οι Τιτάνες το νεογέννητο Διόνυσο, ένα μωρό με κέρατα και κορώνα από φίδι και τον έσκισαν σε κομμάτια. Εκεί που έπεσε το αίμα του στην γη φύτρωσε μια ροδιά.
Και πάλι όμως επεμβαίνει η προγονή Ρέα, μητέρα του Δία και θεά αρχαιότερη του Δωδεκάθεου και του ξαναδίνει την ζωή. Μαζεύει τα κομμάτια του και ζωντανό το δίνει στην Περσεφόνη, θεά του κάτω κόσμου και της ρυθμικής αναγέννησης της φύσης, να τον προστατεύσει.
Απ’ ότι φαίνεται η διατήρηση της οργιαστικής λατρείας της φύσης στο πρόσωπο του Διόνυσου και η εξάπλωση της καλλιέργειας του αμπελιού δεν υπήρξε ιδιαίτερα εύκολη. Ο μύθος του Διονύσου είναι γεμάτος περιπλανήσεις και αγώνες. Ιστορίες ιερής τρέλας, μανίας και αντιπαραθέσεων.
Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσε να γράψει κανείς ακόμα για τον κισσό, τις οργιαστικές τελετές, το ρόλο των άγριων ζώων, το ρυθμό των τυμπάνων και των κροτάλων, το υποσυνείδητό μας, την δύναμή μας, τα όνειρα και την καθημερινότητά μας.
Όσο για τις θεραπευτικές ιδιότητες αυτού του πανάρχαιου φυτού, δε γνωρίζαμε πως έφτιαχναν οι προγονοί μας το παραισθησιογόνο "μαγικό ζωμό" τους. Παρ’ όλα αυτά η χρήση του κισσού στη θεραπευτική τέχνη είναι εργασία θεραπευτών και ιατρών. Τόσο αρχαίοι συγγραφείς όσο και νεότεροι θεραπευτές αναφέρουν περιπτώσεις δηλητηριάσεων ακόμα και από μεγάλη κατανάλωση φύλλων.
Σήμερα ο κισσός χρησιμοποιείται, τόσο στην κλασική όσο και στην εναλλακτική ιατρική, κατά των παθήσεων των βρόγχων ως αποχρεμπτικό, κατά του πολύποδα της μύτης και κατά της ιγμορίτιδας. Επίσης για εξωτερική χρήση, σε περίπτωση φλεγμονής, με έλαιο ρίγανης και λανολίνη.