Πορταριά
Η διαδρομή που συνήθως κάνω τέτοια εποχή ξεκινά μόλις 13χμ βόρεια από τον Βόλο εκεί που στέκουν αμφιθεατρικά χτισμένα στα 600 μέτρα, τα σπίτια της ‘Πύλης του Πηλίου’, της Πορταριάς. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι γοητεύομαι από την υπέροχη πηλιορείτικη αρχιτεκτονική των καλοδιατηρημένων αρχοντικών που μαρτυρά την ευημερία του χωριού κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα όταν ανθούσε λόγω της μεταξοκαλλιέργειας και του εμπορίου.
Πέρα από τις βόλτες στα λιθόστρωτα καλντερίμια, οι επισκέπτες ξαποσταίνουν στην σκιερή κεντρική πλατεία με τους καφενέδες κάτω από τα γέρικα πλατάνια. Ένα γλυκό του κουταλιού φιρίκι ή ακόμα ένα λουκούλλειο γεύμα με σπετζοφάι, φασολάδα, γαρδουμπάκια, ζυγούρι γιουβέτσι ,σπιτική πίτα συνοδευόμενα από τσίπουρο, σίγουρα είναι μια τονωτική ένεση. Εδώ στην πλατεία ,με τις γάργαρες βρύσες, δεσπόζει ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου με τις ανάγλυφες βυζαντινές παραστάσεις. Στον περίβολό του στέκει η εκκλησία της Παναγίας ,μετόχι της παλιάς μονής της Παναγίας της Πορταρέας [15ος αιώνας] που έδωσε το όνομά της στο χωριό.
Αξίζει να μπει κανείς σε κάποιο από τα πέτρινα κεραμοσκέσπαστα σπίτια για να δει τα ανάγλυφα ταβάνια και τα παραδοσιακά παλιά έπιπλα. Όταν έχω λίγο χρόνο, δεν παραλείπω να ακολουθήσω το ‘Μονοπάτι των Κενταύρων’ που οδηγεί στα Χάνια ενώ οι αθλητικοί ανεβαίνουν στην κορυφή Πλιασίδι που στέκει στα 1546 μέτρα μπροστά σε μια πανοραμική θέα του Θεσσαλικού κάμπου που κόβει την ανάσα.
Μακρινίτσα
Μόλις 4χμ απέχει η όμορφη Μακρινίτσα από την Πορταριά. Γνωστή και σαν ‘Μπαλκόνι του Πηλίου’ βλέπει πάνω από τον Παγασητικό, διαθέτοντας έναν εξαιρετικό οικισμό που έχει ανακηρυχθεί διατηρητέος. Μέσα σε μια καταπράσινη πλαγία με καστανιές, καρυδιές, οξιές και πλατάνια, εκεί όπου ρέουν ασταμάτητα νερά ,ξεχωρίζουν τα σπίτια που άλλοτε είναι μονώροφα και άλλοτε τριώροφα ανάλογα με την κλίση του εδάφους. Χωριό που γνώρισε οικονομική άνθηση κατά την Τουρκοκρατία σε προκαλεί να το εξερευνήσεις καθώς αντικρίζεις τους πέτρινους πύργους με τις πολεμίστρες, και τα ξυλόγλυπτα ταβάνια. Η βόλτα μου πάντα ακολουθεί τα ανηφορικά σοκάκια για να καταλήξει στην κεντρική πλατεία με την περίφημη βρύση του Αθάνατου νερού. Μία από τις 50 βρύσες του χωριού που τρέχουν ασταμάτητα και κάποτε αποτελούσαν τον μοναδικό τρόπο ύδρευσης του χωριού. Στην σκιά των αιωνόβιων πλατάνων ,δίπλα στην εκκλησία του Ε Γιώργη, πίνω το καφεδάκι μου στο κοινοτικό καφενείο ,γνωστό σαν ‘του Θεόφιλου’ όπου σώζεται μια τοιχογραφία του Θεόφιλου που απεικονίζει τον θάνατο του Κατσαντώνη.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η επίσκεψη στο αρχοντικό Τοπάλη όπου στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο .Πρόκειται για αναπαράσταση αρχοντικού με τον εξοπλισμό του ενώ στα δωμάτια του εκτίθενται ενδυμασίες, βιβλία, εργαλεία, λάβαρα, όπλα, εργαλεία και προτομές. Πριν αφήσω το χωριό συνήθως σταματώ στο εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη του Προδρόμου ,ένα πανέμορφο δημιούργημα της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής σε πέτρα.
Η περιήγηση στο φθινοπωρινό Πήλιο, αφού κατηφορίσω από την Πορταριά ,θα ακολουθήσει τον παραλιακό δρόμο ανατολικά του Βόλου . Μηλιές, αχλαδιές, βερικοκιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές και λεμονιές ,περιβάλλουν τα Ανω Λεχώνια απόπου ξεκινά ο παλιός ‘Μουτζούρης’. Πρόκειται για το τρένο που λειτουργούσε με κάρβουνο και αποτέλεσε το μοναδικό μέσο μεταφοράς ανθρώπων και προϊόντων μεταξύ των ‘πίσω χωριών ‘ και του Βόλου για 70 χρόνια ξεκινώντας από το 1985. Τώρα ξαναμπήκε μπροστά για τουριστικούς λόγους προσφέροντας μια αξέχαστη βόλτα σε εκείνους που θα το πάρουν για να φτάσουν στις Μηλιές. 16χμ μέσα από πυκνό δάσος,σήραγγες και πάνω από πέτρινα γεφύρια μετατρέπονται σε αληθινή απόλαυση. Aξιοσημείωτο είναι ότι ο σχεδιασμός του τρένου έγινε από τον πατέρα του διάσημου ζωγράφου Ντε Κίρικο ενώ εντύπωση κάνει η σιδερένια καμπυλωτή γέφυρα και ο σιδηροδρομικός σταθμός του χωριού.
Μηλιές
Κατεβαίνοντας εδώ έχουμε φτάσει στο άλλοτε μεγάλο κέντρο τεχνών και γραμμάτων αλλά τώρα και αγαπητό θέρετρο ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης, τις καταπράσινες Μηλιές.
Το πόσο σπουδαίο πνευματικό κέντρο υπήρξε το χωριό, αποδεικνύει η μεγάλη βιβλιοθήκη με τα χειρόγραφα ,τους χάρτες του '21 και τα κειμήλια της ιστορικής Σχολής Μηλέων που ιδρύθηκε από τον λόγιο Ανθιμο Γαζή καθώς καθώς και το ενδιαφέρον λαογραφικό μουσείο. Όπως και στα υπόλοιπα χωριά, οι Μηλιές σε γοητεύουν με τον συνδυασμό αρχιτεκτονικής χάρης και φύσης που οργιάζει. Περιδιαβαίνοντας τα πέτρινα δρομάκια συναντάς μερικά από τα 200 αρχοντικά του παρελθόντος. Μου αρέσει να κάνω μια στάση στην κεντρική πλατεία όπου σώζεται η εκκλησία των Παμμέγιστων Ταξιαρχών με τις σπουδαίες τοιχογραφίες και το περίτεχνο τέμπλο. Μου αρέσει να δροσίζομαι στις βρύσες που βρέχουν το χωριό ,με πιο φημισμένη εκείνη της ‘Βάπτισης’ όπου έριχναν οι κάτοικοι τον σταυρό των Θεοφανίων όταν ο καιρός ήταν κακός για να κατεβούν στην θάλασσα. Μου αρέσει να μιλώ με τους μικροπωλητές που αραδιάζουν τα πρώτα φρεσκοκομμένα μήλα της χρονιάς.
Ηρεμώ όταν πίνω το ελληνικό μου καφεδάκι αραγμένος στο καφέ του παλιού σταθμού και αναπολώντας το παρελθόν με το βαθύ μουρμουρητό του μουτζούρη.
Φορτωμένη με τους καρπούς αυτής της ευλογημένης γης αποχαιρετώ το φθινόπωρο με τη γλυκόξινη γεύση ενός μήλου και ξέρω ότι σύντομα θα επιστρέψω αφού το Πήλιο γίνεται ακόμα πιο μαγευτικό όταν πια ντυθεί στα λευκά.