Ακούγοντας τη λέξη «Ελλάδα», τι σας έρχεται στο μυαλό; Η Ακρόπολη και οι φιλόσοφοι; Ο Παρθενώνας και η γέννηση της Δημοκρατίας; Τα νησιώτικα γραφικά λευκά σπιτάκια στις πλαγιές των λόφων; Ο Αριστοτέλης και η Τζακυ Ο; Το δωδεκάθεο; Τα πιάτα που σπάνε στα μπουζούκια; Την αξέχαστη μελωδία του «Ποτέ την Κυριακή»; Ή το πιο επίκαιρο και περιβόητο «Μάμα Μία», την ταινία που γυρίστηκε στα ελληνικά νησιά;
Από τη Σάντυ Μπούτσκις
Ό, τι και να σκεφτήκατε, έχετε δίκιο. Η Ελλάδα είναι όλα αυτά και πολλά ακόμα. Την έχω επισκεφτεί αρκετές φορές και μάλιστα τη μία φορά έμεινα για δύο ολόκληρους μήνες, και μπορώ να πω ότι δεν βαρέθηκα ποτέ τον καταγάλανο ουρανό, το κρυστάλλινο βαθύ μπλε της θάλασσας του Αιγαίου και τους υπέροχους «έξω καρδιά» ζεστούς της ανθρώπους.
Είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον στο νούμερο τρία στους προορισμούς του «100 Μέρη που Πρέπει να Επισκεφτείτε».
Ναυλώσαμε ένα σκάφος, μήκους 39 ποδιών, μαζί με ένα άλλο ζευγάρι και αφού μείναμε στην Αθήνα μία μέρα (προτείνω να μείνετε στο ξενοδοχείο Acropolis View Hotel, που βρίσκεται στο πιο ιδανικό σημείο της πόλης, έχοντας το κέντρο της Αθήνας ακριβώς στα πόδια σου), οι 4 μας κάναμε ένα τρίωρο ταξίδι μέχρι τη βορινή Σκιάθο, και με το σκάφος συνεχίσαμε για τον γύρο των Σποράδων.
Από τα 1400 νησιά της χώρας τα πιο περιζήτητα, δικαιολογημένα σαφώς, είναι η Σαντορίνη, η Κρήτη, η Ρόδος, η Ύδρα, και η Μύκονος. Παρόλα αυτά οι Σποράδες, άγνωστες ακόμα σε εμένα πριν από έναν μήνα, μπορεί να μην είναι δημοφιλείς, έχουν όμως τη δική τους μοναδική ομορφιά.
Δεν χρειάζεται να αγοράσετε ή να ενοικιάσετε σκάφος (καθώς μπορείτε να πάρετε το πλοίο της γραμμής και να αρμενίσετε σε όποιο νησί θέλετε, όποτε θέλετε) για να τα επισκεφθείτε όλα. Πρέπει όμως να παραδεχτώ ότι είναι πολύ διαφορετικό να έχεις το δικό σου κότερο. Μπορείς να μένεις μέσα και να ταξιδεύεις όποτε και όταν θέλεις. Και φυσικά σου δίνεται η δυνατότητα να βρεις μικρούς, απόμακρους, κι έρημους όρμους (υπάρχουν πάνω από 1350), και να «αράξεις» σε έναν από αυτούς.
Αν πάρουμε τις Σποράδες από αριστερά προς τα δεξιά, ή αν προτιμάτε από δυτικά προς τα ανατολικά, θα δούμε πρώτα την Σκιάθο, και μετά την Αλόννησο και τη Σκύρο. Ανάμεσά τους υπάρχουν αρκετά ακατοίκητα νησάκια που όμως χρησιμοποιούνται από το Ναυτικό Σώμα ως καταφύγια. (Στον υπέροχο βυθό της θάλασσας είδαμε δύο δελφίνια και σε ένα γειτονικό νησάκι απολαύσαμε άγρια κατσικάκια. Και μέσα στον ενθουσιασμό της εξερεύνησης, ένα κούτσουρο που επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας, το περάσαμε για φώκια…)
Να κυβερνάς, να σηκώνεις τα πανιά, να ρίχνεις τις άγκυρες και να κάνεις τις ατελείωτες και δύσκολες δουλειές σε ένα σκάφος, όλα αυτά σίγουρα σου ανοίγουν την όρεξη. Εκτός από το πρωινό μας που το παίρναμε στο σκάφος (πλούσιο, στραγγιστό Ελληνικό γιαούρτι με ξηρούς καρπούς και ντόπιο μέλι), για μεσημεριανό και βραδινό ρίχναμε άγκυρα και κατεβαίναμε στο λιμάνι για να κάτσουμε σε κάποια από τις πολλές παραλιακές ταβέρνες. Συνηθίζεται πριν το φαγητό να πίνεις ένα ουζάκι, το τοπικό απεριτίφ, που είναι ένα διάφανο λικέρ με γεύση γλυκάνισου. Είναι αρκετά βαρύ και γι’ αυτό και σερβίρεται πάντα με πάγο και νερό.
Παραγγέλναμε καθημερινά τα ίδια πάνω κάτω (μοιραζόμασταν τα πάντα στην μέση, τύπου κινέζικο), και παρόλα αυτά δεν βαρεθήκαμε ποτέ τις άφθονες μερίδες. Πιάτα με μεγάλες και ζουμερές αγκινάρες, χωριάτικες σαλάτες με φρέσκιες ντομάτες, αγγούρι και φέτα, ταραμοσαλάτα, καλαματιανές ελιές, τραγανή σπανακόπιτα, τηγανητό, σοτέ ή και ψητό καλαμάρι, και φυσικά χταπόδι, μαγειρεμένο με χίλιους τρόπους (κρύο, με άνηθο, μαριναρισμένο σε λεμόνι και ξύδι, που είναι και ο αγαπημένος μου τρόπος), σαγανάκι, που μπορεί να ακούγεται γιαπωνέζικο αλλά είναι ελληνικότατο, και σουβλάκι (από κοτόπουλο, αρνί, μοσχάρι, ή χοιρινό) σερβιρισμένο με ρύζι. Το καλαθάκι με το φρέσκο ψωμί που πάντα σερβίρεται με το φαγητό, άδειασε και γέμισε αρκετές φορές καθώς οι λεγόμενες βούτες στην ταραμοσαλάτα και στο λάδι, δεν είχαν σταματημό.
Όσο για τον περίφημο χυμό σταφυλιού, δεν χρειαστήκαμε λίστα κρασιών. Μία απλή απάντηση στην ερώτηση του σερβιτόρου για το αν θέλουμε άσπρο, κόκκινο ή ροζέ, ή και απ’ όλα, είναι αρκετή για να έρθει γρήγορα, γρήγορα μια καράφα, που έχει πολλές φορές μεγαλύτερη ποσότητα από ό, τι ένα απλό μπουκάλι κρασί. Υπάρχουν εξαιρετικά Ελληνικά κρασιά πέρα από το χύμα της ταβέρνας αλλά μόνο σε πιο ακριβά εστιατόρια. Καταναλώσαμε μεγάλες ποσότητες χύμα κρασιού με προσωπικό αγαπημένο τη ρετσίνα. Μια γευστική κληρονομιά.
Πριν από περίπου τριάντα χρόνια, δοκίμασα τη ρετσίνα (που από την αρχαιότητα προστίθεται στη ζύμωση και χρησιμοποιείται ως συντηρητικό), και χωρίς δεύτερη σκέψη το έφτυσα πιστεύοντας ότι πρόκειται για ένα κακόγουστο οινικό αστείο.
Μετά από μια δεύτερη δοκιμή όμως, έγινα λάτρης της ρετσίνας. Γυρνώντας από το ταξίδι μου στην Ελλάδα, βρήκα την ελληνική ρετσίνα σε κάποια καταστήματα κι έφτιαξα το τέλειο ελληνικό δείπνο για τους φίλους μου. Μουσακάς και ελληνικό κρασί. Αφού τους επιβεβαίωσα ότι αυτός ήταν ο αυθεντικός τρόπος να «τρως ελληνικά», μπορώ να πω ότι σιγά-σιγά η περιβόητη ρετσίνα απέκτησε οπαδούς και στη Νέα Υόρκη.
Τελευταία έμαθα ότι κάθε χρόνο η Ελλάδα εξάγει πάνω από 15 εκατομμύρια μπουκάλια. Απ’ ό, τι φαίνεται δεν είμαι ο μόνος που μύησε τους φίλους του στη ρετσίνα.
Οι Έλληνες λατρεύουν τα γλυκά τους και έχουν πραγματικά μεγάλη ποικιλία. Τα περισσότερα παρασκευάζονται με μέλι, καρύδια, φύλλο, ζάχαρη άχνη και ακόμα πιο πολύ μέλι. Όποιο και να διαλέξετε θα είναι σίγουρα σιροπιαστό και πολύ γλυκό. Το χύμα κρασί και το ούζο δεν είναι ακριβά ποτά στην Ελλάδα όπως είναι στο εξωτερικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εδέσματα. Μπορείτε να βρείτε νόστιμες λιχουδιές, όπως μέλι με φιστίκια, και μεγάλη ποικιλία μαρμελάδων ακόμα κι από σύκα ή δαμάσκηνα. Φυλάσσονται για αρκετό καιρό γι’ αυτό πάρτε προμήθειες. Κρύψτε τα βάζα και τα μπουκάλια στα μπουφάν σας όταν θα περνάτε από το check-in στο αεροδρόμιο και περάστε χωρίς να δηλώσετε τίποτα. Το κυριότερο όμως είναι να μην ξεχάσετε να με καλέσετε στο τραπέζι που θα ετοιμάσετε για τους φίλους σας που θα δείχνετε τις φωτογραφίες από τις διακοπές σας στην Ελλάδα.
Εσείς ετοιμάστε τον μουσακά, κι εγώ θα φέρω τη ρετσίνα.